- δυσαναπλήρωτος
- ος, ον с трудом заменяемый;незаменимый; невозместимый;
ο θάνατος του αφήκε κενόν δυσαναπλήρωτοςον — его смерть стала невозместимой потерей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο θάνατος του αφήκε κενόν δυσαναπλήρωτοςον — его смерть стала невозместимой потерей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δυσαναπλήρωτος — η, ο αυτός που δύσκολα αναπληρώνεται ή αντικαθίσταται … Dictionary of Greek
δυσαναπλήρωτος — η, ο αυτός που δύσκολα αναπληρώνεται: Ο χαμός της άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναντικατάστατος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να τόν αντικαταστήσει άλλος, που δεν έχει αντικαταστάτη, δυσαναπλήρωτος, απολύτως αναγκαίος, απαραίτητος, χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αντικαταστατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek